Κώστας Γρηγορέας


Κείμενο: Γιώτα Ευταξία, Μουσικός και Εθνομουσικολόγος (ΕΚΠΑ)
01 Ιανουαρίου 2024

«Η τύχη στήνει το σκηνικό κι εσύ φτιάχνεις το σενάριο. Υπάρχουν βεβαίως και ανατροπές, όμως αυτές πρέπει να τις βλέπουμε ως ένα νέο σκηνικό. Όποιος αναλώνεται στο να θρηνεί την απώλεια ανεκπλήρωτων επιθυμιών, έχασε…» Κώστας Γρηγορέας.

O Κώστας Γρηγορέας είναι ένας από τους σημαντικότερους κιθαριστές της γενιάς του. Γεννηθείς στην Αθήνα σπούδασε κιθάρα με τον Γιάννη Ανδρεόπουλο και εν συνεχεία με τον Δημήτρη Φάμπα στο Εθνικό Ωδείο απ’ όπου και αποφοίτησε με «Αριστείο». Σπούδασε επίσης ανώτερα θεωρητικά με τον Μιχάλη Βούρτση, τον Νικηφόρο Νευράκη και τον Πέτρο Τσιτσόπουλο (πτυχίο Φούγκας). Με υποτροφία του Βρετανικού Συμβουλίου συνέχισε τις μεταπτυχιακές σπουδές του. Σπούδασε κιθάρα και ανώτερα θεωρητικά στο Royal Northern College of Music με τον Gordon Crosskey, τον John Williams, καθώς και με τον Γιώργο Χατζηνίκο.

Πρόκειται για μία πολύπλευρη προσωπικότητα καθότι εκτός από την σολιστική του δραστηριότητα, διακρίνεται για την προσφορά του στην διδασκαλία, ενώ ασχολείται επίσης με την σύνθεση και με την ηχογράφηση έργων. Ιδιαίτερα σημαντική είναι και η παρουσία του στην δισκογραφία τόσο ως σολίστ κλασικής κιθάρας, όσο και ως συνθέτης. Στην μέχρι τώρα καριέρα του έχει πραγματοποιήσει πολλές εμφανίσεις τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό, αποσπώντας διθυραμβικές κριτικές από κοινό και κριτικούς, ενώ έχει ηχογραφήσει για το ραδιόφωνο και την τηλεόραση στις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες, αλλά και στην Αμερική, στην Άπω Ανατολή και στην Αφρική.

Έχει ασχοληθεί εκτενώς και έχει συνεισφέρει σημαντικά στο ρεπερτόριο της ελληνικής οργανικής μουσικής και ιδίως στο ρεπερτόριο της κλασικής κιθάρας, είτε ως σολιστικό όργανο, είτε ως μέρος συνόλου. Μάλιστα, το μεγαλύτερο μέρος του έργου του έχει εκδοθεί σε έντυπη μορφή από τον εκδοτικό οίκο Παπαγρηγορίου Νάκας, αλλά και σε ηλεκτρονική από τον Ελβετικό Οίκο Musicaneo και από τον γαλλικό Free-scores.

Όσον αφορά την προσφορά του στην διδασκαλία, ο Κώστας Γρηγορέας έχει δημιουργήσει σχολή από διακεκριμένους κιθαριστές, οι περισσότεροι από τους οποίους ήδη κάνουν μία επιτυχημένη καριέρα εντός κι εκτός των τειχών της Ελλάδας. Είναι τακτικό μέλος της Ένωσης Ελλήνων Μουσουργών και ένας εκ των ιδρυτών του Πανελλήνιου Συλλόγου Αποφοίτων Ωδείων και Μουσικών Σχολών. Επιπροσθέτως, είναι διαχειριστής - αρχισυντάκτης του μουσικού διαδικτυακού περιοδικού «ΤaR».

«…Ως σολίστ αλλά και ως συνθέτης, ο Κώστας Γρηγορέας είναι μια από τις πιο σοβαρές παρουσίες στο χώρο της κιθάρας…»
Hubert Kappel, σολίστ κλασικής κιθάρας.

«Δημιουργός, όχι μόνο με αίσθηση της λειτουργικότητας των αντιθέσεων και του timing στην εναλλαγή τους, αλλά και με όραμα τόσο πλούσιο που απαιτεί εκφραστικά μέσα μεγαλύτερης εκφραστικής εμβέλειας από την κιθάρα...»
Γιώργος Λεωτσάκος, μουσικολόγος - μουσικοκριτικός - ιστορικός της ελληνικής μουσικής.

«Το «πορτρέτο των εποχών» θα πρέπει - κατά τη γνώμη μου - να διατυπώνει με τη σύνθεση του, ένας συνθέτης. Εκεί είναι και η ικανότητά του. Να συνθέτει εποχές και μνήμες που έχουν καταχωρηθεί στο υποσυνείδητο, πολυχρωμίες και ιδιαίτερα στιλ που καταγράφηκαν στο πέρασμα του χρόνου. Να είναι ικανός να περιέχει στη μουσική του όχι μόνο το ιδιωτικό του (στον παρόντα χρόνο) αλλά και το συλλογικό στον παρελθόντα (χρόνο). Αυτά τα στοιχεία βλέπω στις συνθέσεις του Κώστα Γρηγορέα, γι αυτό και η μουσική του με «ταξιδεύει» με κιθαριστικά ιδιώματα που περιέχουν γνώση και πνευματικότητα. Επειδή η κιθάρα έχει ανάγκη, όχι από την μοναχική της πορεία, αλλά να κινείται (και να συνδιαλέγεται) μέσα στην αλυσίδα του χρόνου και - κυρίως - στο ζητούμενο του σύγχρονου ρεαλισμού...»
Νότης Μαυρουδής, Κιθαριστής - Συνθέτης

Grigoreas1

Γιώτα Ευταξία: Αγαπητέ κ. Γρηγορέα σας καλωσορίζουμε στο «Ραδιόφωνο Τέχνης». Είναι μεγάλη η χαρά τόσο για εμένα, όσο και για όλη την ομάδα η παραχώρηση της παρούσας συνέντευξης. Σας ευχαριστώ θερμά!

Κώστας Γρηγορέας: Κι εγώ σας ευχαριστώ για την φιλοξενία!

Γ.Ε.: Ποια ήταν εκείνα τα ερεθίσματα που σας ώθησαν να επιλέξετε ως μουσικό όργανο την κιθάρα και να ασχοληθείτε επαγγελματικά με αυτή;

Κ.Γ. : Σίγουρα, σημαντικό ρόλο σε αυτή την επιλογή έπαιξε το κλίμα εκείνης της εποχής. Η ακουστική κιθάρα ήταν ο βασιλιάς της συνοδείας στον χώρο της ξένης και της ελληνικής μουσικής, μιας και κυρίαρχο είδος ήταν τότε η μπαλάντα, ή τέλος πάντων το γενικότερα μελωδικό τραγούδι, “σκληρό” ή “μαλακό”, ηλεκτρικό ή ακουστικό. H εποχή ευνοούσε τις δεμένες παρέες, κάτι αρκετά διαφορετικό από τη σημερινή εξωστρεφή μοναξιά των μαζικών συναθροίσεων. Σε αυτό το περιβάλλον, η κιθάρα ήταν ένας από τους πιο διαδεδομένους συνδετικούς κρίκους. Είτε ως συνοδεία ενός τραγουδιού της παρέας, είτε ως σόλο που συντροφεύει τη σιωπή. Όποιος ένιωθε ότι μπορεί, δεν έχανε την ευκαιρία να κρατήσει στα χέρια του αυτό το επικοινωνιακό όπλο.
Ο λόγος πάντως που ασχολήθηκα επαγγελματικά με αυτήν ήταν η μαγεία που κατάφεραν να μου περάσουν στην κατάλληλη στιγμή οι κοντινοί μου Χατζιδάκις, Θεοδωράκης, Φάμπας, Μαυρουδής… και οι μακρινοί (άρα πιο μυθικοί) ξένοι αστέρες της ποιοτικής ποπ και ροκ μουσικής.

Γ.Ε.: Έχοντας αποκομίσει εμπειρίες από τη ζωή και την εκπαίδευση στο εξωτερικό, καθώς έχετε πραγματοποιήσει μεταπτυχιακές σπουδές στην Αγγλία, ποια είναι η άποψή σας για την μουσική εκπαίδευση και ζωή στην Ελλάδα;

K.Γ.: Θα ήμουν ψεύτης αν πω πως εδώ τα πράγματα έχουν εξελιχθεί όσο καλά κάποτε πίστευα. Και δεν μιλάω ούτε για το επίπεδο της εκπαίδευσης, έχουμε εξαιρετικούς δάσκαλους, ούτε για το εξαιρετικό επίπεδο των Ελλήνων και ξένων μουσικών που μάχονται, κόντρα στο ρεύμα των πολλών, για τον πολιτισμό αυτού του τόπου. Τα πράγματα θεωρώ ότι δεν έχουν πάει καθόλου καλά όσον αφορά την προσέγγιση του κοινού σε αυτό που ορίζεται ως έντεχνη μουσική δημιουργία. Όλα έδειχναν πως μετά την μεταπολίτευση αναζητούσαμε κάτι καλύτερο, πως θέλαμε με πάθος να συμβαδίσουμε πολιτιστικά με τις προοδευμένες χώρες.

Πιστεύαμε πως τα Μέγαρα Μουσικής και οι Στέγες Γραμμάτων & Τεχνών θα γίνουν περισσότερο χώροι δημιουργίας και λιγότερο κοσμικά στέκια. Η παραγωγή μας σε έργα και καλλιτέχνες ήταν άλλωστε πολλαπλώς αντάξια αυτών. Ωστόσο, αποδεικνύεται ότι τελικά η χώρα αυτή έχει την κατάρα να διαθέτει πάντα “μια γοητευτική κρούστα, που όμως από κάτω βράζει η αντίδραση”, όπως έλεγε και ο σοφός Χατζιδάκις. Το αποτέλεσμα ήταν ότι κάποιοι έφτιαξαν ένα στιβαρό οικοδόμημα ελληνικής έντεχνης μουσικής και τραγουδοποιίας. Καθ΄ υπερβολή θα έλεγα έναν Παρθενώνα της νεοελληνικής Τέχνης, τον οποίον όμως, αντίστοιχα με τον πραγματικό Παρθενώνα, οι σύγχρονος μέσος Έλληνας στην καλύτερη των περιπτώσεων απλά συντηρεί σε κάποιες στιγμές ευαισθησίας. Στη χειρότερη, τον μεταποιεί με ευτελή μερεμέτια, στην προσπάθεια του να εντυπωσιάσει “τους ξένους”.

Παρεμπιπτόντως, θα έλεγα πως προσωπικά θεωρώ μάλλον αστείο που ένα μεγάλο μέρος των επαγγελματικών συναυλιών μου στην Ελλάδα τις έχω κάνει σε πρεσβείες, σε συνέδρια, σε φεστιβάλ και γενικά σε εκδηλώσεις που στοχεύουν σε αλλοδαπούς. Είναι άλλωστε σύνηθες για εμάς τους επαγγελματίες της κλασικής μουσικής, όταν ο Έλληνας προύχοντας υποδέχεται τον ξένο προύχοντα, να θυμάται ότι υπάρχει ένας Χ διακεκριμένος σολίστ για να θυμίσει πως έχουμε κι έναν Σκαλκώτα, έναν Χατζιδάκι. Για τη δική μας εγχώρια ελίτ, συνήθως, “κάτι το απλό, κάτι το ευχάριστο” είναι υπεραρκετό… Η πικρή διαπίστωση είναι ότι απαιτήσεις για κάτι μουσικά πιο πνευματικό έχουν περισσότερο οι εδώ αλλοδαποί, κυρίως Ευρωπαίοι, ή όσοι ημεδαποί ζουν στην εξιδανικευμένη Ελλάδα της φαντασίας τους.

Γ.Ε.: Πιστεύετε ότι ένας νέος σήμερα που θέλει να ασχοληθεί επαγγελματικά με την μουσική στην Ελλάδα μπορεί να τα καταφέρει στην χώρα του ή πρέπει να στρέψει το βλέμμα του στο εξωτερικό;

K.Γ.: Το θέμα είναι καταρχήν το τι αντέχει και τι επιθυμεί o καθένας. Εγώ, για παράδειγμα, δεν άντεχα ούτε επιθυμούσα να αφήσω την Ελλάδα. Μου δόθηκε η ευκαιρία, όμως έμεινα εδώ και έχτισα τον δικό μου “μουσικό κόσμο”, συντροφιά με συνεργάτες, μαθητές, φιλόμουσους. Γι’ αυτό και νιώθω ότι ίσως έχω περισσότερο το δικαίωμα να γκρινιάζω καμιά φορά. Σίγουρα βέβαια έπαιξε το ρόλο του και το γεγονός πως είχα την τύχη να ξεκινήσω σε μια εποχή με μεγαλύτερη ορμή για πρόοδο στον πολιτισμό, παρ’ όλες τις αναμφισβήτητες γραφικότητες της μεταπολίτευσης. Οι ευκαιρίες εκτός Ελλάδος θα ήταν πολύ περισσότερες, όμως κανείς δεν γνωρίζει εάν θα ήμουν εκεί το ίδιο κεφάτος στο να τις εκμεταλλευτώ όσο τα κατάφερα εδώ. Άρα, σε προσωπικό επίπεδο, ψήφισα το «προτιμότερο να αγιάσεις στον τόπο σου».
Τώρα, τι θα συμβούλευα; Πρέπει ο καθένας καταρχάς να κάνει αυτό που λέει η ψυχή του. Σίγουρα παίζει πλέον ρόλο και η οικονομική προοπτική, καθώς για να κάνεις έντεχνη μουσική πρέπει να είσαι αξιοπρεπώς χορτάτος.. Όμως θεωρώ πολύ σημαντικό το ότι, για να είσαι καλλιτεχνικά δημιουργικός, πρέπει να είσαι ήρεμος, ευτυχισμένος και να κάνεις αυτό ακριβώς που σε εμπνέει. Και αυτό το βρίσκεις μόνο στο περιβάλλον που νιώθεις μεγαλύτερη ψυχική ισορροπία. Ανάλογα λοιπόν με τις επιθυμίες και τις ευκαιρίες που έχει ο καθένας, ας επιλέξει. Δεν υπάρχει μαγική συνταγή.

Grigoreas2

Γ.Ε.: Είστε μία πολύπλευρη προσωπικότητα καθώς οι δραστηριότητές σας περιλαμβάνουν την μουσική εκτέλεση, την σύνθεση, την διδασκαλία, αλλά και τις ηχογραφήσεις. Πώς συνδυάζονται όλα τα παραπάνω;

K.Γ.: Εύκολα! Διότι όλα αυτά είναι δραστηριότητες που κάνω αυθόρμητα και με μεγάλη ευχαρίστηση. Δεν έχω λοιπόν όρια σε αυτό που κάποιος θα αποκαλούσε χρόνο εργασίας και ελεύθερο χρόνο. Μπορώ να εργαστώ σε πράγματα που μου αρέσουν για αρκετές ώρες, χωρίς να νιώθω τίποτα περισσότερο από την φυσική κούραση, μιας και δεν υπάρχει καμία αίσθηση αγγαρείας. Αυτό όμως το στυλ εργασίας εμπεριέχει και τον κίνδυνο να γίνει πολύ εντατικό, δίχως να το καταλάβεις. Όμως συνήθως, αυτομάτως ενεργοποιούνται συστήματα ασφαλείας, που επιβάλλουν κάποιες περιόδους πλήρους αποτοξίνωσης από τη μουσική. Βιολογικά αντέχω ακόμα και προς το παρόν αυτά τα διαλείμματα διαρκούν λίγο και η επαναφορά δεν απαιτεί μεγάλη προσπάθεια. Ακόμα…

Γ.Ε.: Είστε ο διαχειριστής του διαδικτυακού περιοδικού ''TaR'', του οποίου εμπνευστής ήταν ο αείμνηστος Νότης Μαυρουδής και για εκείνον αποτελούσε έργο ζωής και κατάθεση ψυχής. Το ''TaR'' έχει προσφέρει τα μέγιστα στον πολιτισμό μας και συνεχίζει. Πρέπει να τονίσουμε ότι δεν αποτελεί απλά ένα περιοδικό, αλλά προάγει την τέχνη και την κριτική σκέψη, ενώ έχει δώσει την ευκαιρία σε νέους ανθρώπους να εκφράσουν τις ιδέες και τις ανησυχίες τους. Ως συνεχιστής λοιπόν του ''TaR'' πώς οραματίζεστε το μέλλον του, την πορεία του;

K.Γ.: Όπως καταλαβαίνετε, το TaR υπέστη ένα τεράστιο και αναπάντεχο σοκ με την ξαφνική απώλεια του ιδρυτή, εμπνευστή και διευθυντή του Νότη Μαυρουδή. Προφανώς αντίστοιχο είναι και το σοκ που έχω υποστεί εγώ σε προσωπικό επίπεδο, ως στενός φίλος και συνεργάτης του Νότη. Το TaR δεν έχει καταφέρει ακόμα να βρει τον βηματισμό του στη μετά Μαυρουδή εποχή, ίσως είναι ακόμα νωρίς. Κι αυτό διότι το TaR δεν υπήρξε ποτέ ως μια επαγγελματική ενασχόληση για κανέναν από τους συνεργάτες. Τα πράγματα κινούνταν ως κοινότητα, και κυρίως σε συναισθηματικό επίπεδο. Είμαστε λοιπόν ακόμα μουδιασμένοι. Ελπίζω ότι αυτό είναι κάτι που με τον χρόνο θα αμβλυνθεί. Αυτό άλλωστε θα επιθυμούσε και ο Νότης Μαυρουδής όταν με τίμησε με το να μου αναθέσει να οργανώσω την μετά από αυτόν εποχή στο TaR.

Η νέα αυτή φάση προϋποθέτει και μία ανανέωση στον τρόπο λειτουργίας, αλλά και την προσθήκη νεότερων συνεργατών που θα διαθέσουν εθελοντικά την εργασία τους ώστε να γραφτούν άρθρα που να αφορούν την εποχή μας και τις μουσικές ανησυχίες της. Ίσως μάλιστα χρειάζεται οι νεότεροι να σπρώξουν και εμένα προς τα εμπρός, ώστε να καταφέρω να ξεπεράσω την θλίψη για την απώλεια του αγαπημένου φίλου. Είχαμε φτιάξει ένα “ντούο” με τον Νότη με αφορμή το TaR. Η σχέση μας αυτή γέμιζε ένα σημαντικό μέρος της καθημερινότητας, είτε μέσω της άμεσης επαφής, είτε μέσω πυκνής ηλεκτρονικής αλληλογραφίας. Ταυτοχρόνως μας άνοιγε συνεχώς παράθυρα επικοινωνίας με μουσικούς και φιλόμουσους, με τους οποίους τελικά λειτουργούσαμε ως ομάδα. Δεν είναι καθόλου εύκολο έτσι απλά να συνεχίσω ως “σόλο” στο TaR, άλλωστε δεν διαθέτω και την αξιοζήλευτη κοινωνικότητα που είχε ο Νότης. Πρέπει ο χρόνος να φτιάξει μια νέα συνταγή. Ελπίζω οι συνθήκες να το επιτρέψουν σύντομα.

Γ.Ε.: Ως καθηγητής έχετε δημιουργήσει μία αξιόλογη σχολή από διακεκριμένους κιθαριστές. Ποια πιστεύετε ότι είναι εκείνα τα χαρακτηριστικά που πρέπει να διαθέτει ένας μουσικοπαιδαγωγός, ώστε να δώσει ''φτερά'' στους μαθητές του;

K.Γ.: Καταρχάς να αγαπά ο ίδιος με πάθος τη μουσική και να είναι αρκετά ρομαντικός ώστε να θέλει να γίνει ιεραπόστολος για την τέχνη του, όπως οι παλαιότεροι που μας έδειξαν το δρόμο. Πρέπει να ζει μέσα στην εποχή του, αλλά να έχει σαφή ιδεολογία για το πως πρέπει αισθητικά και τεχνικά να διαπαιδαγωγεί μαθητές που θα βοηθούν στην ανάπτυξη και τη διάδοση της μουσικής Τέχνης πάνω στις κλασικές κι όχι στις εφήμερες αισθητικές αξίες. Είμαστε σε μια εποχή που υπάρχει πληθώρα ανεξέλεγκτης μουσικής πληροφορίας, η οποία είναι στη συντριπτική της πλειοψηφία εστιασμένη στο να εντυπωσιάσει ή να χειραγωγήσει ψυχικά και όχι να καλλιεργήσει και να απελευθερώσει. Ας μην γελιόμαστε, το “ανοιχτοί σε όλα” ακούγεται εξόχως μοντέρνο, πιστεύω όμως ότι δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα αποτελεσματικό εργαλείο για να αυξάνεται η πελατεία της σόουμπιζ. Ο δάσκαλος πρέπει να δώσει στον μαθητή να καταλάβει ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στην αυθεντική Τέχνη και στην βιομηχανία (ευτελούς ή όχι) ακροάματος. Κι εκείνος ως ελεύθερος άνθρωπος να επιλέξει τι είναι αυτό που του ταιριάζει περισσότερο. Ή καλύτερα θα έλεγα, να βρει την σωστή αναλογία ώστε να χαρεί και τα δύο. Διότι και η μουσική που έχει σκοπό τη διασκέδαση, μας χρειάζεται ως εκτόνωση και ως πηγή εσόδων για την επιβίωση των μουσικών. Όμως, πρέπει να είναι τόσο, όσο!

Γ.Ε.: Δεσπόζει η άποψη ότι ο καλλιτέχνης είναι μία μοναχική προσωπικότητα. Με ποιον τρόπο μπορεί να επικοινωνήσει η μοναχικότητα αυτή;

Κ.Γ.: Η αλήθεια είναι ότι πραγματικά είναι τελείως παράδοξο που ο καλλιτέχνης, ενώ έχει περάσει ατέλειωτες μοναχικές ώρες δημιουργώντας ή μελετώντας, καλείται να μεταμορφωθεί αυτόματα σε κάτι το ιδιαίτερα κοινωνικό ώστε να επικοινωνήσει την τέχνη του σε ένα πλήθος. Ομολογώ ότι κι εγώ, παρά το ότι έχω περάσει ατελείωτες ώρες επί σκηνής, ακόμα δεν μπόρεσα να συνηθίσω αυτό το “ξεβόλεμα” που δημιουργεί η προοπτική της έκθεσης μπροστά στο κοινό. Είναι κάτι που ταυτόχρονα συγκινεί, αλλά και τρομάζει. Είναι πολύ δύσκολο αυτό το πριν τη συναυλία, το άγνωστο. Ευτυχώς όμως, εάν φυσικά είσαι γεννημένος για αυτό, είναι εύκολη η σκηνή. Παρασύρεσαι από την μουσική και από το κοινό.

Grigoreas3

Γ.Ε.: Πιστεύετε ότι υπάρχει αμεσότητα επαφής μεταξύ καλλιτέχνη και κοινού;

Κ.Γ.: Η αμεσότητα δεν είναι κάτι που μπορεί να συμβεί κατά παραγγελία. Οι περισσότεροι μεγάλοι καλλιτέχνες είχαν την τύχη να διαθέτουν ή κατάφεραν να αναπτύξουν το επικοινωνιακό χάρισμα, το οποίο φέρνει την αμεσότητα. Όμως αυτό μην ξεχνάμε ότι προϋποθέτει και συνθήκες σε ανθρώπινα μεγέθη. Από την άλλη μεριά υπάρχει μία τεράστια βιομηχανία θεάματος-ακροάματος, η οποία λειτουργεί με το να απομονώνει τον ακροατή από τον ημίθεο-καλλιτέχνη, μέσω των εντυπωσιακών εφέ, της υπερπροβολής και των εξωπραγματικών συναυλιακών μεγεθών. Εκεί σίγουρα δεν μπορούμε να συζητάμε για αμεσότητα. Εκεί υπάρχει η σχέση του “σταρ” με τον “φαν”. Υπάρχει μια κάποιου είδους σχέση υποταγής, όμως όχι και τόσο δυσάρεστη για μεγάλη μερίδα ακροατών, όπως τελικά αποδεικνύεται. Από την άλλη, αυτό δεν έχει πάντα σχέση με την αξία του καλλιτεχνικού έργου. Έχουν φτιαχτεί αριστουργήματα σε είδη που εστιάζουν στο μέγεθος όπως π.χ. η όπερα ή η ροκ μουσική… Όμως ας μην γελιόμαστε, εκεί αμεσότητα δεν υπάρχει. Κι αν υπάρχει, είναι επιμελώς σκηνοθετημένη.
Πάντως θα έλεγα ότι, όσον αφορά εμένα, είμαι των κοντινών αποστάσεων. Γι’ αυτό και ως δημιουργός και εκτελεστής στοχεύω σε μικρές φόρμες έργων, συνήθως από σόλο έως μικρά σύνολα. Νιώθω άνετα στον άμεσο μουσικό διάλογο και στο ελεγχόμενο και τελειοθηρικό αποτέλεσμα. Αντιπαραγωγικό ίσως μοντέλο, όμως είναι θέμα ιδιοσυγκρασίας.

Γ.Ε.: Από πού αντλείτε έμπνευση για τις συνθέσεις σας;

Κ.Γ.: Η έμπνευση για τους περισσότερους καλλιτέχνες νομίζω ότι προέρχεται από απλά πράγματα κι όχι από περίεργα σενάρια, όπως οι φιλότεχνοι συνήθως αρέσκονται να πιστεύουν. Τα καθημερινά, αλλά σίγουρα πιο ιδιαίτερα ερεθίσματα, είναι αυτά που ως επί το πλείστον δίνουν τις αφορμές και το υλικό για τη δημιουργία ενός έργου. Εξαρτάται βέβαια και το πού απευθύνεται ο καθένας. Η διαδικασία του έργου είναι μία εσωστρεφής κατάσταση. Θα έλεγα είναι μία μάχη με τον εαυτό σου μέχρι να πετύχεις κάτι το οποίο θα το θεωρήσεις αξιόλογο, ώστε να ασχοληθούν και άλλοι με αυτό.
Στο δικό μου το μυαλό, η αφορμή είναι σχεδόν πάντοτε σε σχέση με ανθρώπους, είτε αυτούς που με περιβάλλουν, είτε αυτούς που βρίσκονται μακριά μου. Και σίγουρα δεν θα τοποθετούσα τον εαυτό μου στην κατηγορία των καλλιτεχνών που φτιάχνουν Τέχνη για την Τέχνη ή που αρέσκονται να προσεγγίζουν την καλλιτεχνική δημιουργία μέσω κάποιων μεταφυσικών ή μεγαλεπήβολων διαδικασιών. Γι΄ αυτό και, δυστυχώς ή ευτυχώς, η παραγωγικότητά μου είναι πάντοτε ανάλογη με την ψυχική μου διάθεση, ή μάλλον θα έλεγα καλύτερα με την διάθεσή μου να επικοινωνήσω. Έχει παίξει μάλλον σε αυτό ρόλο και το ότι γαλουχήθηκα ως μουσικός εκτελεστής και η ιδιότητα του δημιουργού προέκυψε όταν είχα πλέον συνηθίσει την επικοινωνία με το κοινό ως απαραίτητη προϋπόθεση της δημιουργικότητας.

Γ.Ε.: Υπάρχει κάποια συμβουλή ή έστω μία στιγμή που έχετε κρατήσει από τους δασκάλους σας και έχετε ως οδηγό στη ζωή σας;

Κ.Γ.: Από τον Φάμπα έχω κρατήσει το πάθος για την κιθάρα και την “αριστερή”, σχεδόν ιεραποστολική νοοτροπία για την ανάγκη να αφιερωθείς στη διάδοση αυτού που εσύ θεωρείς σημαντική Τέχνη.

Ο Χατζιδάκις κάποια στιγμή μου είπε “ο κάθε άνθρωπος εξελίσσεται χτίζοντας, με κάθε λογής υλικά, την προσωπική του Μυθολογία”. Αυτή η κουβέντα ήταν ό,τι πιο χρήσιμο είχα ακούσει. O μεγάλος Μάνος το είπε απλά και ταπεινά. Eγώ βεβαίως είχα ήδη επιλέξει να τον τοποθετήσω ως κορυφαία θεότητα της προσωπικής μου Μυθολογίας.

Ο Χατζινίκος μου εντόπισε ότι δεν αρκεί το πηγαίο ένστικτο και το πάθος στη μουσική. Xρειάζεται η εμπειρική και αναλυτική γνώση της μουσικής φιλολογίας, η αυτοπειθαρχία και η κατασταλαγμένη άποψη για ένα ελεγχόμενο αποτέλεσμα που θα αντέχει στον χρόνο και δεν θα είναι προϊόν του ενθουσιασμού της στιγμής.

Τέλος, οι φίλοι και δάσκαλοι Νότης Μαυρουδής και Τάσος Καρακατσάνης μου έμαθαν να βλέπω την Τέχνη ως επάγγελμα, αλλά και ταυτόχρονα ως ιδεολογικό και αισθητικό μπούσουλα.
Αυτά τα 2-3 ανακαλώ αυθόρμητα αυτή τη στιγμή, όμως είχα την τύχη να γνωρίσω και να συνυπάρξω με έναν πολύ μεγάλο αριθμό σημαντικών ανθρώπων της Τέχνης μου, συνθετών, τραγουδιστών, μουσικών… Θα χρειαζόταν να γράψω ολόκληρο βιβλίο για να αναφέρω τα όμορφα πράγματα που έχω κρατήσει από τον καθένα τους.

Grigoreas4

Γ.Ε.: Εδώ και πολλά χρόνια έχει τεθεί το ζήτημα της ίδρυσης Μουσικών Ακαδημιών στην Ελλάδα, όπου υπάρχουν οι προδιαγραφές. Η ίδρυση αυτή εμποδίζεται από πλέγμα αιτιών. Ποιες πιστεύετε ότι είναι οι προϋποθέσεις για την επίτευξη του εν λόγω σκοπού;

Κ.Γ.: Πραγματικά έχω βαρεθεί να επαναλαμβάνω το πόσο αδιανόητο είναι το ότι μία χώρα σαν την Ελλάδα, με τόσο σημαντική δημιουργική παραγωγή στο χώρο της παγκόσμιας μουσικής, δεν διαθέτει πραγματική Μουσική Ακαδημία και επαφίεται εδώ και δεκαετίες στο φιλότιμο και τη σοβαρότητα του κάθε ιδιώτη ωδειάρχη, έτσι ώστε να εκπαιδεύονται οι Έλληνες μουσικοί σε υψηλό επίπεδο. Mάλιστα σε επίπεδο ενίοτε τόσο ψηλό, ώστε πηγαίνοντας στις μεγάλες μουσικές ακαδημίες του εξωτερικού να τοποθετούνται αμέσως ως κορυφαίοι ανάμεσα στους συμμαθητές τους. Θα αναφέρω τη δική μου χαρακτηριστική εμπειρία. Όταν έφυγα από την Ελλάδα για να κάνω το Μεταπτυχιακό μου στο Royal Northern College of Music της Αγγλίας, έφτασα εκεί με δέος, για να διαπιστώσω πως εύκολα το επίπεδό κατάρτισής μου ήταν αντάξιο των καλύτερων που σπούδαζαν στην τάξη της κιθάρας. Και αυτό φυσικά το αναφέρω για να επαινέσω τους δασκάλους μου στην Ελλάδα και το ωδείο που είχα φοιτήσει, όχι για να επαινέσω τον εαυτό μου. Το ότι λοιπόν, σχεδόν 40 χρόνια από τότε εξακολουθεί να μην υπάρχει μία επίσημη σχολή, η οποία να λειτουργεί στα πρότυπα μιας πραγματικής Μουσικής Ακαδημίας, αλλά υπάρχουν κάποιοι, με αγαθά κίνητρα θέλω να πιστεύω, αυτοσχεδιασμοί σε τοπικό επίπεδο από πανεπιστημιακές σχολές, ε αυτό με ξεπερνάει. Προσπαθούν κάποιοι άξιοι συνάδελφοι, μέσα στις σχολές οι οποίες έχουν φτιαχτεί για να υπηρετήσουν τη Μουσικολογία ή τέλος πάντων τη θεωρητική πλευρά της μουσικής Τέχνης, να δημιουργήσουν μία πατέντα Ακαδημίας Παραστατικής Τέχνης, όπου θα πρέπει ο πολύ ταλαντούχος μουσικός-εκτελεστής να καταρτιστεί πρώτα ως μουσικολόγος και κατόπιν ως σολίστ. Λες και το ένα είναι προϋπόθεση του άλλου. Είναι σαν ένας ηθοποιός να πρέπει πρώτα να γίνει… θεατρολόγος.

Θεωρώ ότι αυτές οι ιδιότητες, αν και όχι ασύμβατες, δεν συνδέονται. Προσωπικά μάλιστα, πιστεύω ότι θα ήμουν ένας μέτριος μουσικολόγος. Όχι γιατί δεν εκτιμώ τη μουσικολογία, αλίμονο, αλλά διότι το ιδιαίτερα υποκειμενικό μου βλέμμα στην Τέχνη θα με έκανε αναξιόπιστο ως επιστήμονα. Είναι πιθανό λοιπόν, εάν έπρεπε πρώτα να γίνω μουσικολόγος και μετά μουσικός, να μην είχα ακολουθήσει ποτέ τον δρόμο στη μουσική, έτσι όπως τον ακολούθησα.
Πάντως, με καλή πίστη, κρατάω την υπόσχεση του πρωθυπουργού προς τον Σύλλογο Αποφοίτων Ωδείων & Μουσικών Σχολών (ΠΣΑΩ) για την άμεση ίδρυση Μουσικών Ακαδημιών Παραστατικών Τεχνών στις μεγάλες πόλεις. Θέλω να πιστεύω ότι αυτό δεν ήταν μια ακόμη προεκλογική κορώνα. Καθότι μην ξεχνάμε ότι ο Κώστας Καραμανλής προεκλογικά μέχρι και την κορδέλα της μουσικής ακαδημίας έκοψε κάποτε! Από τότε φυσικά αγνοείται η τύχη και της ακαδημίας και της κορδέλας… Αντιθέτως, στην γειτονική μας Τουρκία, που με περισσή επιπολαιότητα κάποιοι αποκαλούν υποδεέστερή μας σε θέματα πολιτισμού, υπάρχουν σπουδαίες Μουσικές Ακαδημίες εδώ και χρόνια…

Γ.Ε.: Πώς βλέπετε το μέλλον στην χώρα μας;

K. Γ.: Δεν το βλέπω διαφορετικό από το μέλλον της υπόλοιπης Ευρώπης. Άλλωστε εμείς συνήθως την ακολουθούμε με μία μικρή χρονοκαθυστέρηση και στα καλά και στα άσχημα. Με τρομάζει αυτή η γενικότερη παγκόσμια τάση για απόσυρση των πολιτών από τη διαχείριση των κοινών και η ανάθεση εν λευκώ της διαχείρισης σε πολιτικούς ή τεχνοκράτες και, στη χειρότερη περίπτωση, σε ανθρώπους της αγοράς. Η κατάληξη μιας τέτοιες πραγματικότητας ήδη διαφαίνεται στον ορίζοντα: μια παντοκρατορία συντηρητικών θα έχει ως αντιπολίτευση υπερσυντηρητικούς έως και νεοφασίστες. Κι αυτό ομολογώ πως με τρομάζει πολύ. Νομίζω βέβαια ότι κάτι τέτοιο αναπόφευκτα θα οδηγήσει στην όψιμη συμμετοχή των πολιτών στα κοινά, αλλά όμως ως οργισμένη τιμωρητική τυφλή μάζα. Ήδη αυτή η τάση σιγοβράζει στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης εδώ. Στη Γαλλία μάλιστα είδαμε πρόσφατα να προχωρεί αυτή η απελπισμένη μάζα στην άσκηση τυφλής φυσικής βίας. Όλα αυτά σίγουρα προμηνύουν ένα δυστοπικό μέλλον.
Η ελπίδα μου είναι οι διανοούμενοι και οι σοβαροί πολιτικοί να αποκτήσουν πρόσβαση στην σκέψη του κάθε πολίτη, η προπαγάνδα του συστήματος να οριοθετηθεί στις συνειδήσεις, η φιλοσοφία, η Τέχνη και οι ιδεολογίες να ξαναμπούν στη ζωή μας.
Στους νέους λοιπόν βρίσκεται η ελπίδα, όπως πάντα…

Γ.Ε.: Με όλα αυτά τα γεγονότα που συμβαίνουν καθημερινά, αναζητάμε το νόημα της ζωής. Πόσο εύκολο ή δύσκολο θεωρείτε ότι είναι να βρει κανείς το σκοπό της ζωής του;

K.Γ.: Εάν δεν ξοδεύει την ενέργειά του σε ευτελείς ασχολίες, δεν είναι δύσκολο να βρει ένας άνθρωπος νόημα στη ζωή. Κι αυτό μπορεί να συμβεί με δραστηριότητες απλές και καθημερινές· άλλωστε οι καιροί των μεγάλων οραμάτων μάλλον θα αργήσουν να ξανάρθουν. Όμως η πνευματικότητα είναι πάντα μέσα μας. Η εποχή μας προσφέρει σε αφθονία άχρηστη υπερπληροφόρηση και ‘’fake’’, κίβδηλα πρότυπα. Είναι εύκολο, ειδικά ένας νέος άνθρωπος που εκ φύσεως έχει την τάση να ακολουθήσει τα ρεύματα της εποχής του, να ξοδεύεται σε πράγματα που του φαίνονται σημαντικά και που αποδεικνύονται απλώς βαρύγδουπα. Ο ρόλος της οικογένειας, του σχολείου, της τοπικής κοινωνίας αλλά και του κράτους γενικότερα είναι καθοριστικός στο να στρέψει τους ανθρώπους προς τα σημαντικά. Το νόημα της ζωής σου άλλωστε, το πιθανότερο είναι να βρίσκεται στο χωριό σου. Δεν χρειάζεται να είσαι στην Μονμάρτρη. Το δικό μου νόημα άλλωστε, αν και ταξίδεψα πολύ, στο χωριό μου το Νέο Ηράκλειο Αττικής το έψαξα.

Μπορεί να ακούγομαι λίγο ντεμοντέ, όμως νομίζω ότι τα παιδιά μας συνθλίβονται από γιγαντιαίων διαστάσεων φιλοδοξίες, πάνω σε πρότυπα που δεν είναι παρά οι ανέφικτες δημιουργίες της φαντασίας των παραμυθάδων της αγοράς. Εάν θεωρήσεις νόημα της ζωής να γίνεις ροκ σουπερστάρ με κοινό εκατομμυρίων, τότε έχασες και η κατάθλιψη άρχισε ήδη να σου κλείνει το μάτι. Εάν θεωρήσεις νόημα της ζωής να φτιάξεις μπάντα για το μπαράκι ή το πολιτιστικό κέντρο/στέκι της γειτονιάς ώστε να σε θαυμάσουν οι φίλοι, τότε κέρδισες το πρώτο βήμα από τα πάρα πολλά που μπορείς. Και που, εννοείται, ποτέ δεν ξέρεις πόσο ψηλά μπορεί να σε οδηγήσουν. Φτάνει να έχεις όρεξη για δουλειά και μόρφωση! Και λίγη τύχη φυσικά…

Πάντως, είναι μονόδρομος η συντήρηση βασικών αξιών ώστε να σώσουμε ό,τι σώζεται, να βρεθούμε τουλάχιστον σε κάποια καλή αφετηρία όταν αντιστραφεί το ζοφερό κλίμα που αντιμετωπίζουμε. Και σε αυτό είμαι αισιόδοξος, αλήθεια το πιστεύω πως η ιστορία κάνει κύκλους.

Grigoreas Savina Yannatou

Κώστας Γρηγορέας - Σαβίνα Γιαννάτου

Γ.Ε.: Η ζωή είναι μία σειρά τυχαίων γεγονότων ή ο άνθρωπος είναι εν τέλει ο δαίμονας του εαυτού του; Χαράζει δηλαδή ο ίδιος την μοίρα του;

Κ.Γ.: Η τύχη στήνει το σκηνικό κι εσύ φτιάχνεις το σενάριο. Υπάρχουν βεβαίως και ανατροπές, όμως αυτές πρέπει να τις βλέπουμε ως ένα νέο σκηνικό. Όποιος αναλώνεται στο να θρηνεί την απώλεια ανεκπλήρωτων επιθυμιών, έχασε…

Γ.Ε.: Το ''Ραδιόφωνο Τέχνης'' λειτουργεί μεταξύ των άλλων ως στέγη της Ποίησης και της Μουσικής.
Πρόκειται για μία σχέση βαθιά και ουσιαστική, γνωστή ήδη από την αρχαιότητα. Άραγε αυτό το ζεύγος είναι ικανό να οδηγήσει τον άνθρωπο σε μία ψυχική απελευθέρωση;

Κ.Γ.: Για μένα η ποίηση και η μουσική ως μορφές έκφρασης δεν έχουν σαφή όρια. Προσωπικά, πολλές φορές διαβάζω ποίηση μόνο για τη μελωδία και τους ρυθμούς των λέξεων και των φράσεων, αγνοώντας σχεδόν το περιεχόμενο. Αν και λειτούργησα κυρίως ως δημιουργός οργανικής μουσικής, τα έργα μου ως ποιήματα τα αντιμετώπισα. Ποιήματα χωρίς λόγια ή μάλλον με τα λόγια που ο καθένας έχει την ελευθερία να ακούσει. Γι’ αυτό μάλλον αρέσκομαι στις μικρές φόρμες, τις βρίσκω πιο κοντά στο ποίημα και θεωρώ εκφραστικά πιο ελεύθερη την μορφή της οργανικής μουσικής σε σχέση με την μελοποιημένη ποίηση, που είναι κάτι πιο οριοθετημένο. Όλα αυτά, απολύτως υποκειμενικά μιλώντας φυσικά…

Γ.Ε.: Για την επόμενη ερώτηση θα βασιστώ στην γνωστή ρήση του συγγραφέα Μιγκέλ ντε Θερβάντες ''Τι προτιμάς σοφή τρέλα ή ανόητη λογική'';

K.Γ.: Ήδη δρέπουμε τους καρπούς της “ανόητης λογικής”. Εάν συνεχίσουμε μάλιστα έτσι, δεν βλέπω να ολοκληρώνουμε αυτόν τον αιώνα ως πολιτισμένα όντα του πλανήτη. Το κακό είναι ότι αν καταλήξουμε να απαλλάξουμε την γη από την ενοχλητική μας παρουσία, θα έχουμε φροντίσει να αφανίσουμε μαζί μας σχεδόν κι ό,τι ζει και αναπνέει.

Γ.Ε.: Τι θα συμβουλεύατε έναν νέο άνθρωπο που επιθυμεί να ακολουθήσει το επάγγελμα του μουσικού;

K.Γ.: Να κάνει αυτό που η ψυχή του λέει. Όλα τα επαγγέλματα έχουν τις δυσκολίες τους. Το βασικό είναι να βρεις τον δικό σου δρόμο, ανάλογα με τις ικανότητες που διαθέτεις. Το επίσης βασικό είναι να έχεις κάτι ουσιαστικό να πεις. Γεμίσαμε από φαφλατάδες της μουσικής. Αυτό που μας λείπει είναι το σημαντικό περιεχόμενο. Άρα, για εμένα οι πρωταθλητισμοί και οι επιδόσεις δεν λένε πια πολλά πράγματα. Σίγουρα πρέπει να διαθέτεις τα εργαλεία και τις δεξιότητες για να εκφραστείς καλλιτεχνικά, αλλά μέχρις εκεί. Η υπερβολή και η συνεχής υπέρβαση των ορίων μπορεί να είναι γοητευτική στον αθλητισμό, δεν έχει όμως σοβαρή σχέση με την καλλιτεχνία.
Επιπροσθέτως, θα συμβούλευα τα νέα παιδιά να μην ακούνε τους παλιότερους σαν κι εμένα, που ως χορτασμένοι έχουμε την τάση να γκρινιάζουμε. Κάθε εποχή είναι με τα καλά της και τα κακά της, δεν είναι μεγάλες οι διαφορές. Δε ξεχνώ ότι πριν κάποιες δεκαετίες, την εποχή που έμπαινα στο επάγγελμα, όλοι έλεγαν και σε εμένα “έχε υπ’ όψη σου ότι τα πράγματα πλέον είναι δύσκολα, δεν είναι τόσο εύκολα όπως παλιά”... (γέλια)

Γ.Ε.: Ποια είναι τα επόμενα καλλιτεχνικά σας σχέδια;

K.Γ.: Προέρχομαι από μια επώδυνη μετακόμιση από το στουντιάκι μου, τον αγαπημένο χώρο εργασίας που είχα για δεκαετίες, σε έναν νέο και πιο σύγχρονο χώρο. Οπότε τα επόμενα καλλιτεχνικά μου σχέδια είναι να ξανασυνδεθούν όλα τα καλώδια και να ξανασυνδεθώ κι εγώ με τον χώρο, ώστε να μπω στην δημιουργική μου ρουτίνα. Κατόπιν, και αφού αντιμετωπίσω για μια ακόμη φορά την απογοήτευση ότι η μια ζωή δε μου φτάνει για να κάνω όσα και όσο καλά θα ήθελα, θα αρχίσω να δουλεύω σε ό,τι η τύχη ρίξει μπροστά μου…

Γ.Ε.: Κύριε Γρηγορέα σας ευχαριστώ ειλικρινά για αυτό τον υπέροχο διάλογο που είχαμε. Οι σκέψεις σας κρύβουν μία αισιοδοξία, την οποία κι επιθυμώ να κρατήσω γερά και να την ακολουθήσω. Το ίδιο προτρέπουμε και τους αναγνώστες να κάνουν και φυσικά να μην λησμονήσουν… Πάντα να παλεύουμε για να βρούμε το φως που κρύβεται μέσα μας, αλλά και στους γύρω μας.

Κ.Γ.: Σας ευχαριστώ κι εγώ θερμά για αυτή την πολύ όμορφη συζήτηση. Εύχομαι από καρδιάς καλή συνέχεια και επιτυχία στο έργο σας.


Το Radio Art έχει αδειοδοτηθεί  από τους Ελληνικούς οργανισμούς διαχείρισης δικαιωμάτων | Autodia | EDEM Rights
Copyright © Radio Art | All rights reserved.